Τι κρύβεται πίσω από το «γερμανικό εργασιακό θαύμα»;
Η απάντηση είναι: μια επιστροφή στην «αναξιοπρεπή», κοινωνικά περιφρονητέα εργασία. Στις φεουδαρχικές κοινωνίες του 15ου–18ου αιώνα οι ζητιάνοι/ες και οι αγύρτες/ισσες συμμορφώνονταν στην πειθαρχική βία των συντεχνιών και της αστυνομίας των φτωχών. Η απελευθέρωση από την ιεραρχική τάξη, όπως αυτή πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της μετάβασης στα βιομηχανικά, καπιταλιστικά συστήματα παραγωγής, σήμαινε συχνά εξαναγκαστική φτωχοποίηση. Η βία της καταρρέουσας φεουδαρχικής τάξης στρεφόταν ενάντια στους πιθανούς/ές μισθωτούς και μισθωτές εργάτες και εργάτριες. Προέκυψε μια «αναξιοπρεπής μισθωτή εργασία», η χρησιμότητα της οποίας αναγνωρίστηκε, χωρίς όμως να συνδεθεί με το ανάλογο κοινωνικό κύρος. Η απομάκρυνση των μισθωτών και των οικογενειών τους από την ασφάλεια του κράτους πρόνοιας είχε ως αποτέλεσμα, και στη Γερμανία, την επιστροφή αυτού του φαινομένου σε ένα εντελώς διαφορετικό κοινωνικό επίπεδο πλούτου και ασφάλειας.
Οι επισφαλείς ομάδες στη μετά το κράτος πρόνοιας εποχή είναι οι «αγύρτες και αγύρτισσες» του 21ου αιώνα. Βρίσκουν τον εαυτό τους αντιμέτωπο με έναν ιστορικά νέο τύπο επισφάλειας που κάνει διακρίσεις, και ο οποίος περιλαμβάνει συνεχώς και νέα τμήματα του πληθυσμού, τα οποία προηγουμένως συγκαταλέγονταν ανάμεσα στους/στις ασφαλείς Με όρους κοινωνικής αντίληψης, η επισφαλειοποίηση αποτελεί μια ιεραρχία, στην οποία εκείνοι και εκείνες που ζουν στις πιο δύσκολες συνθήκες και είναι οι λιγότερο δυνατοί και δυνατές βιώνουν τους εαυτούς τους ως μέλη μειονοτικών ομάδων, των οποίων η καθημερινότητα διαφέρει από τα πρότυπα της «κοινωνίας της πλειονότητας». Αυτή η ειδική κατάσταση κατασκευάζεται επίσης μέσω του φύλου, της εθνικότητας και της εθνότητας. Συνιστά, ωστόσο, κάτι ιδιαίτερο. Υπάρχει πάντα η εντύπωση ότι στην επόμενη βαθμίδα της κοινωνικής ιεραρχίας, η οποία υπόσχεται λίγη περισσότερη «κανονικότητα», μπορεί κανείς να ανέλθει με καθαρά ατομικές προσπάθειες.
Η επισφάλεια λοιπόν σε πλούσιες κοινωνίες, όπως η Γερμανία, δεν είναι μόνο μια κοινωνική κατάσταση ή μια προσωρινή παθολογία. Πρόκειται για ένα καθεστώς ελέγχου και πειθάρχησης, το οποίο αλλάζει την κοινωνία της εργασίας στην ολότητά της. Τα εμπειρικά ευρήματα που παρουσιάζονται φανερώνουν μια εξέλιξη σύμφωνα με την οποία η επισφάλεια, πίσω από την πρόσοψη μιας υποτιθέμενης συμμετοχής-ρεκόρ στην εργασία, έχει γίνει μια «κανονική» μορφή οργάνωσης της εργασίας με τα δικά της χαρακτηριστικά και τις δικές της μορφές ύπαρξης. Αυτός ο τρόπος ύπαρξης οδηγεί στην εξαφάνιση της επίσημα καταγεγραμμένης ανεργίας, ενσωματώνοντας ανέργους και άνεργες σε ανασφαλείς, αβέβαιες σχέσεις εργασίας, οι οποίες με τη σειρά τους εκτοπίζουν κοινωνικά προστατευόμενες μορφές απασχόλησης. Το Χαρτς 4 δημιουργεί ένα παρόμοιο αποτέλεσμα όπως τα πτωχοκομεία και τα καταναγκαστικά μέτρα που υπήρχαν στην καταρρέουσα φεουδαρχική τάξη. Οι δικαιούχοι παροχών στη Γερμανία ανήκουν στους «νέους και νέες αγύρτες και αγύρτισσες», οι οποίοι εκτός από την πολιτειότητα χάνουν και την αξιοπρέπειά τους.
Μπορεί να μας διδάξει κάτι το «γερμανικό μοντέλο»;
Η απάντηση είναι: «Όχι, αλλά!». Όπως έχει γίνει σαφές, ο παλιός κοινωνικός καπιταλισμός δεν υπάρχει πια. Η μεταμόρφωση που έχει υποστεί συντείνει ουσιαστικά στη δύσκολη κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η Ευρώπη. Η επισφαλής απασχόληση και ο τομέας των χαμηλών μισθών κρέμονται σαν μολυβένιο βαρίδι στους μισθούς και τις συνθήκες ζωής των εργαζομένων. Μια από τις συνέπειες είναι ότι η ανισότητα ανάμεσα στις τάξεις που διαθέτουν κεφάλαιο και τις τάξεις που δεν διαθέτουν συνεχώς μεγαλώνει. Το 1987 και μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 1990, τα υψηλόβαθμα στελέχη επιχειρήσεων που ήταν καταχωρισμένες στο δείκτη DAX στη Γερμανία κέρδιζαν 14 φορές περισσότερα από τους εργάτες και τις εργάτριες και τους/τις υπάλληλους που δούλευαν στις ίδιες επιχειρήσεις, ενώ έφτασαν να κερδίζουν 24 φορές περισσότερα στις αρχές της δεκαετίας του 2000, για να καταλήξουν να κερδίζουν 54 φορές περισσότερα.
Αντιθέτως, οι καθαροί μισθοί υπέστησαν απώλειες ανάμεσα στο 2000 και 2010, εξαιρουμένου ενός 10% υψηλόμισθων, και με τους πραγματικούς μισθούς να έχουν μειωθεί μόνο από την αρχή της νέας χιλιετίας κατά μέσο όρο περίπου κατά 4%. Μόλις πρόσφατα κατάφεραν τα συνδικάτα να πετύχουν αύξηση του μισθού ίση με την αύξηση της παραγωγικότητας. Η ήδη άνιση διανομή του πλούτου έχει επίσης αυξηθεί με την πάροδο του χρόνου. Το πλουσιότερο 10% των νοικοκυριών εισπράττει πάνω από το 50% των εσόδων από περιουσιακά στοιχεία, τη στιγμή που το φτωχότερο 50% των νοικοκυριών κατέχει μόνο το 1% των καθαρών περιουσιακών στοιχείων, δηλαδή τίποτα. Συνολικά, καταγράφεται πια στη Γερμανία μια σαφέστατη αναδιανομή προς όφελος των εσόδων από περιουσίες και των νοικοκυριών με υψηλά εισοδήματα, ενισχύοντας όμως την τάση που αναδείχθηκε εντωμεταξύ ως η κύρια αιτία της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης. Η νέα «τάξη στην υπηρεσία του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού», στην οποία συγκαταλέγονται οι διαχειριστές επενδύσεων, συντάξεων και hedge funds, καθώς και στελέχη και αναλυτές επενδυτικών τραπεζών, απορροφά τον αυξανόμενο πλούτο, ο οποίος παρουσιάζεται στις χρηματοπιστωτικές αγορές με τη μορφή περιπλανώμενης ρευστότητας, για να μεταφερθεί σε επιχειρήσεις με τη μορφή χρηματοπιστωτικών προϊόντων και δικαιωμάτων ιδιοκτησίας.
Η κοινωνικοδομική εμπέδωση των συμφερόντων που συνδέονται οργανικά με το σύγχρονο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο συνέβαλε σημαντικά στην προδιάθεση του σύγχρονου καπιταλισμού στις κρίσεις. Τα συμφέροντα του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού που απαιτούν ένα «ισχνό» κράτος, χαμηλή φορολογία, καθώς και το χαμηλότερο δυνατό επίπεδο σε κόστος εργασίας και αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, συνιστούν ουσιώδη παράγοντα της «δημιουργικής καταστροφής» του κοινωνικού καπιταλισμού και έχουν συμβάλει αποφασιστικά στις οικονομικές ανισορροπίες στην Ευρώπη. Αν κάπου μπορούμε να μιλήσουμε για επιτυχία, είναι στην εδραίωση του βιομηχανικού τομέα. Με μερίδιο 30,5% της ακαθάριστης παραγόμενης αξίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η Γερμανία είναι μακράν το σημαντικότερο ευρωπαϊκό βιομηχανικό κράτος. Ενώ το ποσοστό της βιομηχανίας στην ακαθάριστη παραγόμενη αξία στα υπόλοιπα κράτη-μέλη της ΕΕ έχει μειωθεί από την αρχή της νέας χιλιετίας, στη Γερμανία έχει ελαφρά αυξηθεί (κατά 0,1%). Μαζί με την Αυστρία, η Γερμανία είναι συγχρόνως η μοναδική χώρα της ΕΕ όπου η εργασία στον βιομηχανικό τομέα αυξήθηκε κατά 6% περίπου μετά το 2008. Η καρδιά του βιομηχανικού τομέα είναι ο κλάδος της μηχανουργίας και ο κλάδος της αυτοκινητοβιομηχανίας (το 2011 ο καθένας τους συνέβαλε περίπου το 16% της ακαθάριστης παραγόμενης αξίας στη βιομηχανία). Και οι δύο αυτοί κλάδοι διακρίνονται για το υψηλό μερίδιο που καταλαμβάνουν στις εξαγωγές (62% και 64% αντίστοιχα για το 2012). Πολλές επιχειρήσεις αυτών των κλάδων έχουν πίσω τους μια μακρά παράδοση. Συνεργάζονται στενά με εγκατεστημένα δίκτυα εφοδιασμών, με προμηθευτές και ερευνητικά ιδρύματα και κατέχουν πολύ καλή θέση διεθνώς, παρά το γεγονός ότι είναι εταιρίες συνήθως μεσαίου μεγέθους και ιδιοκτησιακής δομής με οικογενειακό χαρακτήρα. Η σταθερότητα του βιομηχανικού τομέα οφείλεται στο γεγονός ότι οι εξαγωγικοί κλάδοι είναι πολύ καλά προετοιμασμένοι ώστε να αντεπεξέλθουν στην αυξανόμενη ζήτηση που προέρχεται από την Ασία και ιδιαίτερα από την Κίνα. Προϊόντα που κατασκευάζονται από γερμανικές εταιρίες είναι απαραίτητα για τη διαδικασία της οικονομικής ανάπτυξης ή καλύπτουν τη ζήτηση από τη γρήγορα ανερχόμενη μεσαία τάξη αυτών των χωρών. Γι’ αυτόν το λόγο κατάφερε «να αυξηθεί η παραγωγή αξίας στη γερμανική βιομηχανία, μολονότι ο τομέας εξαγωγών διατηρεί υψηλούς μισθούς».
Με άλλα λόγια, η γερμανική οικονομία έχει να επιδείξει επιτυχίες κυρίως εκεί όπου η διαφοροποιημένη ποιοτική παραγωγή λειτουργεί ακόμα σε κάποιο βαθμό. Τη στιγμή που οι υπάλληλοι που εργάζονται σε άλλους τομείς έπρεπε να υποστούν μισθολογικές απώλειες που υπερβαίνουν τον μέσο όρο, η οικονομία των βιομηχανικών εξαγωγών κατάφερε τουλάχιστον να διατηρήσει τους πραγματικούς μισθούς ή ακόμα και να τους αυξήσει. Πάντως αυτό το «βιομηχανικό μοντέλο» δεν μπορεί να λειτουργήσει σε άλλες χώρες. Λειτουργεί χάρη σε σχέσεις συνεργασίας που έχουν αναπτυχθεί στη διάρκεια πολλών χρόνων, ακριβώς χάρη στους σχετικά υψηλούς μισθούς. Το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της μεγάλης κρίσης του 2008–2009 αυτός ο βιομηχανικός τομέας μπόρεσε να διατηρηθεί είναι αποτέλεσμα ενός συστήματος διαχείρισης κρίσεων, το οποίο –με την καθοριστική επίδραση των συνδικάτων– στην πραγματικότητα συνιστούσε την εγκατάλειψη της πολιτικής ατζέντας που επέβαλε η κυβέρνηση Σρέντερ και την επιστροφή στη βιομηχανική πολιτική και την πολιτική απασχόλησης των δεκαετιών του 1980 και 1990. Χρηματοδοτούμενη από το κράτος μακροπρόθεσμη εργασία με μειωμένο ωράριο και επιδότηση για την απόσυρση παλιών ΙΧ διασφάλιζαν ότι δεν θα υπήρχε δραματική κατάρρευση στην απασχόληση κατά τη διάρκεια της κρίσης. Σε πολλές περιπτώσεις χρειάζονταν μαχητικά εργατικά συμβούλια και συνδικαλιστικές οργανώσεις για να εξασφαλίσουν ότι θα εφαρμόζονταν στην πραγματικότητα τα μέτρα προστασίας της απασχόλησης σε επίπεδο εταιρίας.
Ωστόσο, πρέπει να προσθέσουμε ότι αυτός ο «κορπορατισμός της κρίσης» δεν ήταν παντού και εξίσου επιτυχής. Η διαχείριση της κρίσης έφερε στα βιομηχανικά συνδικάτα καινούρια κοινωνική αναγνώριση και νέα μέλη, αλλά είχε κυρίως επιτυχία για το μόνιμο προσωπικό σε εξαγωγικούς κλάδους. Δεν ισχύει το ίδιο, βέβαια, σε λιγότερο οργανωμένους τομείς των υπηρεσιών με υψηλά ποσοστά γυναικών. Παρά τις επιτυχίες της, η διαχείριση της κρίσης δεν μπόρεσε, ωστόσο, να διορθώσει ουσιαστικά τις ασυμμετρίες εξουσίας στην αγορά εργασίας προς όφελος των «ασθενών συμφερόντων» και των επισφαλώς εργαζομένων. Αξίζει να σημειωθεί σε αυτό το πλαίσιο ότι ένα κεντρικό αδύνατο σημείο του γερμανικού οικονομικού μοντέλου είναι η ενθάρρυνση του βιομηχανικού εξαγωγικού τομέα στη Γερμανία, η οποία παραδοσιακά συνδέεται με μια υποτίμηση και απαξίωση της παροχής ατομικών υπηρεσιών και των δραστηριοτήτων που αφορούν την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης.
Απέναντι στους ισχυρούς εξαγωγικούς κλάδους, με μεγάλο ποσοστό ειδικευμένων εργαζομένων στον τομέα της υψηλής τεχνολογίας, υπάρχει ένας εκτεταμένος τομέας που προσφέρει χαμηλές αμοιβές, αβέβαιες και συχνά με μικρή αναγνώριση της χρησιμότητάς τους υπηρεσίες, ενώ η παραγωγικότητά του παραμένει χαμηλότερη από τα επίπεδα του βιομηχανικού τομέα, σύμφωνα με συμβατικά κριτήρια. Ταυτόχρονα, αλλάζει η ισορροπία ανάμεσα σε αυτούς τους τομείς, αν μετρηθεί με όρους σχέσεων απασχόλησης. Μόνο στη γρήγορα αυξανόμενη κοινωνική οικονομία, της οποίας το ποσοστό στη συνολική απασχόληση αυξήθηκε μέσα σε μια δεκαετία από 4,5% σε 6,2%, απασχολούνται γύρω στα 1,7 εκατομμύρια εργαζόμενοι κι εργαζόμενες με υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση. Οι τομείς της φροντίδας των ηλικιωμένων, των παιδιών, των νέων και των ατόμων με αναπηρία απασχολούν τόσα άτομα όσα και οι τομείς της μηχανουργίας και αυτοκινητοβιομηχανίας, που συνιστούν τη βιομηχανική καρδιά της γερμανικής οικονομίας.
Το παράδειγμα αυτό δείχνει ότι σε σχέση με τους υψηλά παραγωγικούς εξαγωγικούς κλάδους έχει αυξηθεί η σημασία του λιγότερο παραγωγικού τομέα, αλλά με εντατικοποίηση της εργασίας στις αμειβόμενες υπηρεσίες φροντίδας (στον οποίο περιλαμβάνονται όλες οι δραστηριότητες που εξυπηρετούν την «παραγωγή εργατικής δύναμης»). Από τη σκοπιά των εξαγωγών, αυτό μοιάζει προβληματικό ως προς το κόστος –τουλάχιστον με μικροοικονομικούς όρους–, καθώς η αμειβόμενη εργασία στον τομέα της αναπαραγωγής χρηματοδοτείται σε μεγάλο βαθμό με κρατικές μεταβιβαστικές πληρωμές. Η κρατική πολιτική έχει σχεδιάσει την ανταλλαγή ανάμεσα στον τομέα των εξαγωγών και στις υπηρεσίες φροντίδας σαν ένα «μεταβολισμό» ανάμεσα στις αναβαθμισμένες εσωτερικές αγορές και στις υποτιμημένες εξωτερικές, επειδή δεν λειτουργούν σύμφωνα με την αρχή της ισοδύναμης ανταλλαγής. Μια δημοσιονομική πολιτική προσανατολισμένη στην ανταγωνιστικότητα, προορισμένη να εξασφαλίζει εισροή ρευστού κεφαλαίου, η οποία απαλλάσσει από τα βάρη κατέχοντες και επιχειρήσεις και μ’ αυτόν τον τρόπο προκαλεί προβλήματα στην είσπραξη των δημοσίων εσόδων, δεν επιτρέπει γενναιόδωρες χρηματοδοτήσεις γι’ αυτές τις παροχές ατομικών υπηρεσιών και τις υπηρεσίες φροντίδας. Οι υποχρεώσεις του κράτους πρέπει να χρηματοδοτούνται μέσω της ιδιωτικοποίησης της δημόσιας περιουσίας και μέσω δανεισμού. Όσο η ιδιωτική περιουσία μεγαλώνει και συγκεντρώνεται σε λίγα χέρια, η δημόσια περιουσία «καίγεται». Συνεπώς, το κράτος δεν πρόκειται να χρηματοδοτήσει μια περαιτέρω ζήτηση σε υπηρεσίες φροντίδας. Η παροχή υπηρεσιών φροντίδας με τη μορφή δημόσιου αγαθού συμπιέζεται όλο και περισσότερο λόγω έλλειψης πραγματικής ζήτησης χρηματοδοτούμενης από το κράτος. Οι βασικοί παίκτες στο πεδίο αυτό αντιδρούν εφαρμόζοντας ένα συνδυασμό εμπορευματοποίησης, ανταγωνισμού, επισφαλειοποίησης των όρων εργασίας, καθώς και μετάθεσης πίσω στα νοικοκυριά της ευθύνης για τις υπηρεσίες φροντίδας.
Άνοιγμα στον ανταγωνισμό σημαίνει ότι οι δημόσιοι ή ημιδημόσιοι οργανισμοί, καθώς και οι μη κερδοσκοπικές οργανώσεις που προσφέρουν υπηρεσίες φροντίδας, προσομοιάζουν όλο και περισσότερο στον τρόπο λειτουργίας τους με τις επιχειρήσεις που λειτουργούν με κριτήριο το κέρδος. Σύμφωνα με τον Ζόμπαρτ, η καπιταλιστική οικονομική θεώρηση δημιουργεί τις δικές της οργανωτικές δομές, υποτάσσοντας τις διαδικασίες σε στόχους που βασίζονται σε όσο το δυνατόν πιο ακριβείς ποσοτικούς υπολογισμούς. Μια τέτοια διαδικασία παρατηρείται στον τομέα των αμειβόμενων υπηρεσιών φροντίδας. Σε αντίθεση με τη φύση αυτών των υπηρεσιών, δηλαδή τη φροντίδα του ατόμου και του σώματος, οι δραστηριότητες βοήθειας και φροντίδας τυποποιούνται, διαλύονται, εξαναγκάζονται σε καθορισμένα χρονικά πλαίσια, υπόκεινται σε υπολογισμούς οικονομικού κόστους και έτσι απαλλοτριώνονται, χωρίς να χρειάζεται να υπαχθούν απευθείας στα κερδοσκοπικά συμφέροντα των καπιταλιστικών επιχειρήσεων. Αυτό το είδος «μεταβολισμού» μετατρέπει τις επαγγελματικές υπηρεσίες φροντίδας σε μια εξωτερική αγορά, οι οργανωτικές δομές της οποίας μεταμορφώνονται όλο και περισσότερο σε οικονομικά υπολογιστικές επιχειρήσεις, ενώ οι εργαζόμενοι και εργαζόμενες σε κοινωνικές επιχειρήσεις εισέρχονται ολοένα και περισσότερο σε επισφαλείς συνθήκες εργασίας, οι οποίες βρίσκονται πολύ πιο κάτω από τα πρότυπα που υπαγορεύει το κράτος πρόνοιας ως προς τα εισοδήματα, τις συνθήκες εργασίας και την κοινωνική καταξίωση.
Η γερμανική εξαγωγική οικονομία βασίζεται, μπορούμε να υποστηρίξουμε, στην καπιταλιστική προσάρτηση της παροχής ατομικών υπηρεσιών και των υπηρεσιών φροντίδας. Η προσάρτηση αυτή στην περίπτωση της Γερμανίας σημαίνει αύξηση της ανταγωνιστικότητας του εξαγωγικού τομέα με ταυτόχρονη απαξίωση των (αμειβόμενων) υπηρεσιών φροντίδας, οι οποίες καθίστανται έτσι επισφαλείς. Σε καμία περίπτωση δεν υπονοείται ότι αυτοί οι τομείς είναι ομοιογενείς μονάδες με ανταγωνιστικά συμφέροντα. Ακόμη και στον εξαγωγικό τομέα θα δούμε μια πολιτειότητα βασισμένη στην «κοινωνική ιδιοκτησία» να παραβιάζεται, θα βρούμε επίσης επισφαλώς εργαζομένους κι εργαζόμενες και πειθάρχηση του μόνιμου προσωπικού. Στην περίπτωση των υπηρεσιών φροντίδας η κοινωνική πολιτειότητα υπάρχει, αλλά δεν θεσμοθετείται καν, ή μόλις και μετά βίας. Σε έναν παραδοσιακά γυναικοκρατούμενο χώρο αναπαράγονται εδώ και χρόνια μηχανισμοί διακρίσεων λόγω φύλου, για να διατηρήσουν την κοινωνική υποτίμηση του εν λόγω τομέα και επομένως να μειώσουν το κόστος αναπαραγωγής.
Aπόσπασμα από τη μπροσούρα του Κλάους Ντέρε "Το «γερμανικό εργασιακό θαύμα» Μοντέλο για την Ευρώπη;", που κυκλοφορεί στα ελληνικά από το Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ. Η μπροσούρα διατίθεται δωρεάν και μπορείτε να τη βρείτε στην ιστοσελίδα του Ιδρύματος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου